μυστηριῶτις

μυστηριῶτις
μυστηρι-ῶτις, ιδος, ,
A of or for the mysteries: μ. σπονδαί an armistice during the Eleusinian mysteries, Aeschin.2.133,138;

ἡμέραι IG22.1338.9

;

μ. τελεταί Alciphr.2.3.16

;

ὧραι Philostr.VA5.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυστηριώτις — μυστηριῶτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή η σχετική με τα μυστήρια, η προορισμένη για τα μυστήρια («μυστηριώτιδες σπονδαί» ανακωχές όπλων κατά την τελετή τών ελευσινίων μυστηρίων, Αισχίν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήριον +… …   Dictionary of Greek

  • μυστηριώτιδας — μυστηριώ̱τιδας , μυστηριῶτις of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώτιδες — μυστηριώ̱τιδες , μυστηριῶτις of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώτιδος — μυστηριώ̱τιδος , μυστηριῶτις of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”